Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

Μια φανταστική ιστορία.





Καλό βράδυ σε όλους και όλες.

Καιρό έχω να γράψω κάτι και ξεχαστήκαμε !




Μια φανταστική ιστοριούλα από το μακρινό παρελθόν, της ελληνικής υπαίθρου.

Λοιπόν, ας αρχίσουμε ....




- Ο Βασίλης, κοκκινομάγουλος απ' την καθαρή ατμόσφαιρα του βουνού, ζούσε μες τα έλατα και τα πουρνάρια καθ' όλα ευτυχής χωρίς προβλήματα. Αγαπούσε το Κατερινιώ την κόρη του πτωχού καντηλανάφτη. Ήταν ένας μεγάλος έρωτας με ανταπόκριση. Πλούτη είχε ο Βασίλης, όλα ήταν καλά, τίποτα το μαύρο στη ζωή του νεαρού Ηπειρώτη, πλην του επιθέτου του : Μαυρογκάγκουλας.

Τολμηρός ο Βασίλης, κάθε που συναντούσε την κοπέλα στη δημοσιά, της έκλεινε το μάτι με σημασία, κάνοντας τα αφράτα μάγουλά της να παίρνουν ένα πορφυρό χρώμα. Μη έχοντας τότε μπαρ, σινεμά, ντισκοτέκ, μπουάτ, να πάει να πορευτεί ο άνθρωπος, το είχε ρίξει στις βόλτες στη δημοσιά να τη συναντάει, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, μέχρι και διακόσιες φορές την ημέρα, είχε λιώσει ο φουκαράς πέντε ζευγάρια τσαρούχια. Το Κατερινιώ, δε, κάθε φορά, σε κάθε νεύμα του Βασίλη να κοκκινίζει ώστε να της μείνει ένα διαρκές κόκκινο χρώμα σαν ντομάτα σαντορινιά. Με πρόσχημα ότι φέρνει νερό απ' τη βρύση του χωριού πήγαινε να τον συναντήσει. Τούτο είχε σαν συνέπεια να κουβαλάει στο φτωχικό της σπίτι περίπου 719 λίτρα νερό την ημέρα, κατά πρόχειρες εκτιμήσεις, και ο πατέρας της ο γέρο-καντηλανάφτης να πάθει αρθριτικά απ' την υγρασία.

Ίσως να φταίει αυτό το ανεκπλήρωτο πάθος του Βασίλη για το Κατερινιώ που συσσωρευόταν με το χρόνο στην ψυχή του γι' αυτό που επακολούθησε, κανείς δεν ξέρει .... Ήτανε Αύγουστος και ο νέος καθότανε στο αλώνι του πατέρα του βλέποντας τον ήλιο να χάνεται πίσω απ' την ελατοσκεπασμένη κορυφή του βουνού. Τα πρώτα άστρα φάνηκαν στον ουρανό να τρεμοπαίζουν μα αυτός δεν τάβλεπε, η ματιά του δεν ήταν στον πραγματικό κόσμο. Ταξίδευε στη χώρα της φαντασίας όπου δεν υπήρχε άλλος εκτός απ' αυτόν και το Κατερινιώ. Έτσι, εφόσον κανείς δεν τους έβλεπε, την είχε πάρει αγκαλιά κρατώντας τη σφιχτά. Αυτή είχε βγάλει τη συγκούνα της και .... (αλίμονο !! η φαντασία είναι ελεύθερη ....).

Μ' αυτές τις σκέψεις λοιπόν, ο Βασίλης ξεχάστηκε και τον βρήκε το φεγγάρι που ανέτειλλε. Ένα φεγγάρι ολόγιομο, πανσέληνος, μεγάλο σαν κεφάλι τυρί Μετσόβου. Ο νέος χάιδεψε το πιγούνι του. "Μα τι στο καλό", είπε, "σήμερα ξυρίστικα". Κοίταξε τα χέρια του. "Πρέπει να προσέξω λίγο τον εαυτό μου" σκέφτηκε. "Δεν είναι χέρια αυτά, όλο τρίχες και μακριά γαμψά νύχια. Θα με δει το Κατερινιώ και θα πάρει δρόμο".

Το Κατερινιώ! Φέρνοντάς την ξανά στην θύμησή του, του ήρθε να τραγουδήσει τα πάθη της αγάπης. Το τραγούδι, αργό, μακρόσυρτο, βγήκε απ' το στόμα του: "OY OY OY OY ου ου ου".

Όμως ήταν αργά. Είπε να πάει επιτέλους σπίτι του, οι δικοί του θα ανησυχούν. Σηκώθηκε και άρχισε να κατηφορίζει με τα τέσσερα προς το πατρικό του. Στο δρόμο πείνασε. Ένα άτυχο πρόβατο που συναντήθηκε μ' αυτόν, άδικα προσπάθησε να ξεφύγει. Το έφαγε μαζί με την προβιά. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν όπως υπάρχουν σήμερα στο ίδιο χωριό, πέντε fast food, και τρία σουβλαντζήδικα, αν σε έπιανε η πείνα στο δρόμο, βολευόσουνα με ό,τι έβρισκες.

Μετά από λίγους μήνες, πάλι μια νύχτα με πανσέληνο, είπε να ζητήσει το χέρι της αγαπημένης του απ' τον πατέρα της. Ολιγαρκής ο νέος, το εννοούσε: Μόνο το χέρι! Μια και δυο λοιπόν, οπλίστηκε με θάρρος, και πήγε ως την πόρτα της.

Όμως, Χριστιανοί οι δικοί της, είχαν διακοσμήσει την εξώπορτα του φτωχικού τους με ένα σταυρό (μην ξεχνάμε ότι ο πατέρας της ήταν καντηλανάφτης), πράγμα που έφερε μια κάποια δυσφορία στο Βασίλη και δεν μπήκε μέσα, έμεινε απ' έξω αρκετές ώρες πηγαίνοντας πάνω-κάτω και κουνώντας την ουρά του με απελπισία, μέχρι που αποφάσισε να έρθει άλλη μέρα, να μην έχει πανσέληνο.

Να μην τα πολυλογούμε, πήγε τελικά μετά τρεις - τέσσερις μέρες, τη ζήτησε, έγιναν οι αρραβώνες και κάποτε πια, με παπά και κουμπάρο, δόξει και τιμή, ένωσαν τις ευτυχίες τους για πάντα. Όλο το καταπιεσμένο πάθος του Βασίλη βγήκε στην επιφάνεια την πρώτη νύχτα του γάμου, που έτσι, για την ιστορία ... ήταν πανσέληνος. Το πρωί, ευτυχισμένο το Κατερινιώ, τον φίλησε και τούπε: "Τσακάλι μου εσύ!".

Ζήσαν καλά κι έκαναν τρία παιδιά, ένα αγόρι, ένα κορίτσι κι ένα τριχωτό. Τ' αγαπούσαν όλα το ίδιο.




Ελπίζω να σας άρεσε η ιστορία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου